- ὑπόπλουτος
- ὑπό-πλουτος, unterhalb oder unter der Erde reich an Metallen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑπόπλουτος — wealthy underneath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπλουτος — ον, Α (για χώρα) αυτός που έχει υπόγειο πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ. ὑπέρ πλουτος)] … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek